αλλοτριώνομαι

αλλοτριώνομαι
αλλοτριώνομαι, αλλοτριώθηκα, αλλοτριωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσαλλοτριούμαι — όομαι, Α αλλοτριώνομαι από κάτι, αποξενώνομαι από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀλλοτριοῦμαι «γίνομαι δυσμενής, αποξενώνομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”